πλουτώνιο(ν)

πλουτώνιο(ν)
το хим. плутоний

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πλουτώνιο(ν)" в других словарях:

  • πλουτώνιο — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των υπερουρανικών ακτινιδών. Εχει σύμβολο Pu και ατομικό αριθμό 94. Απομονώθηκε και παρασκευάστηκε από τον Κένεντι Μακ Μίλαν, τον Σίμποργκ και τον Βαλ του… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνικός αντιδραστήρας — Συσκευή η οποία επιτρέπει την ελεγχόμενη εξέλιξη μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, κατά την οποία πραγματοποιείται σχάση του ουρανίου ή άλλων σχάσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα παραγωγή ενεργείας (πυρήνας ατομικός) και ενός μεγάλου αριθμού… …   Dictionary of Greek

  • πλουτώνιος — ια, ιο, και πλουτώνείος, εια, ειο / πλουτώνιος, ία, ον και πλουτώνείος, εία, ειον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλούτωνα νεοελλ. 1. αυτός που συντελείται στα έγκατα τής γης, ενδογήινος 2. ο αναφερόμενος στον πλουτωνισμό 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • υπερουράνια στοιχεία — Χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του 92 (ο ατομικός αριθμός του ουράνιου), τα οποία κατέχουν τις θέσεις μετά το ουράνιο στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων. Τα μέχρι σήμερα γνωστά ισότοπα των υπερουράνιων στοιχείων εμφανίζουν αστάθεια …   Dictionary of Greek

  • αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα …   Dictionary of Greek

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • κιμπερλίτης — Πυριγενές πέτρωμα που μπορεί να καταταγεί στην οικογένεια των περιδοτιτών, με ιστό όμως καθαρά πορφυριτικό. Τα συστατικά του, που μοιάζουν με αυτά των περιδοτιτών, είναι κυρίως ολιβίνης, βιοτίτης, πυρόξενοι και γρανάτες (πυρωπόν). Από… …   Dictionary of Greek

  • μικρογρανίτης — ο (πετρογρ.) μικροκρυσταλλικό πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα το οποίο έχει την ίδια ορυκτολογική σύσταση με τον γρανίτη, αλλά διαφορετικό ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microgranite < micro (βλ. μικρ[ο] ) + granite (< γρανίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μικροδιορίτης — ο (πετρογρ.) μικροκρυσταλλικό πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα το οποίο έχει την ίδια ορυκτολογική σύσταση με τον διορίτη, αλλά διαφορετικό ιστό …   Dictionary of Greek

  • μονζονίτης — Συηνιτικό πέτρωμα, που αποτελείται κυρίως από ορθόκλαστα, πλαγιόκλαστα και αυγίτη (πυρόξενοι): το τελευταίο αυτό ορυκτό χαρακτηρίζει το πέτρωμα. Άλλα δευτερεύοντα ορυκτά του είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη, ο χαλαζίας κλπ. Ο τυπικός μ. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»